- φοινικώνας
- οδάσος φοινίκων, τόπος κατάφυτος από φοινικόδεντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοινικώνας — ο / φοινικών, ῶνος, ΝΜΑ, και φοινεικών και φοινικεών Α τόπος κατάφυτος με φοίνικες, δάσος φοινίκων αρχ. τόπος όπου καλλιεργούνται φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. ων, ῶνος (πρβλ. ελαιώνας], πευκ ών[ας])] … Dictionary of Greek
φοινικῶνας — φοινικών palm grove masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικεών — ὁ, Α βλ. φοινικώνας … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek